in Kenntnis setzen
 

ενημερώνω Verb
(7)
DeutschGriechisch
– Ich möchte Sie davon in Kenntnis setzen, dass die schriftliche Erklärung 17/2003 der Abgeordneten Stevenson, van den Bos, Maes, Papayannakis und Whitehead zum Verbot des Handels mit Katzenund Hundefellen die Unterschriften der Mehrheit der Mitglieder des Parlaments erhalten hat und somit gemäß Artikel 51 Absatz 4 GO ihrem Adressaten mit Angabe der Namen der Unterzeichner übermittelt und zusammen mit den Namen der Unterzeichner im Protokoll dieser Sitzung veröffentlicht wird.Σας ενημερώνω ότι σήμερα, 18 Δεκεμβρίου 2003, η γραπτή δήλωση αριθ. 17/2003που υπέβαλαν ο κ. Stevenson, ο κ. van de Bos, η κ. Maes, ο κ. Παπαγιαννάκης και ο κ. Whitehead σχετικά με την απαγόρευση της εμπορίας γούνας γάτας και σκύλου έχει συγκεντρώσει πλέον περισσότερες υπογραφές από ό,τι η πλειοψηφία των βουλευτών που συνθέτουν το Κοινοβούλιο και ότι συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφος 4 του Κανονισμού, θα διαβιβαστεί στον παραλήπτη της και θα δημοσιευθεί, με αναφορά των ονομάτων των υπογραφόντων, στα πρακτικά της σημερινής συνεδρίασης.

Übersetzung bestätigt

(PL) Herr Präsident, ich muss Sie leider darüber in Kenntnis setzen, dass die Rechte von Menschen, die die Katholische Kirche in Polen verlassen, verletzt werden.(PL) Κύριε Πρόεδρε, με λύπη μου σας ενημερώνω ότι τα δικαιώματα των ατόμων που αποχωρούν από την Καθολική Εκκλησία στην Πολωνία παραβιάζονται.

Übersetzung bestätigt

Es erfüllt mich mit großer Traurigkeit, Sie davon in Kenntnis setzen zu müssen, dass Pilar Juarez Boal, die stellvertretende Direktorin der EU-Delegation in Haiti, leider immer noch vermisst wird. Die Suche nach Pilar Juarez Boal wird fortgeführt.Με μεγάλη θλίψη σάς ενημερώνω ότι η κ. Boal, αναπληρώτρια προϊσταμένη της αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Αϊτή, εξακολουθεί, δυστυχώς, να αγνοείται. " αναζήτηση για την κ. Boal συνεχίζεται.

Übersetzung bestätigt

Herr Präsident, ich muß das Plenum davon in Kenntnis setzen, daß unser Ausschuß beschlossen hat, gegen das vom Rat beantragte Dringlichkeitsverfahren zu stimmen, da die dafür angeführten Gründe nicht als gerechtfertigt betrachtet werden.Κύριε Πρόεδρε, ενημερώνω το Σώμα ότι η Επιτροπή Αλιείας αποφάσισε να καταψηφίσει την αίτηση κατεπείγοντος που υπέβαλε το Συμβούλιο, επειδή θεωρεί πως οι λόγοι που επικαλέστηκε το Συμβούλιο δεν είναι καθόλου δικαιολογημένοι.

Übersetzung bestätigt

Ich möchte Sie jetzt darüber in Kenntnis setzen, daß ich anwesend bin und an der Abstimmung teilnehmen werde, so daß Sie keine Probleme haben dürften.Σας ενημερώνω τώρα ότι θα είμαι παρών και θα ψηφίσω, ώστε να μην έχετε κανένα πρόβλημα.

Übersetzung bestätigt


Grammatik

Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ενημερώνωενημερώνουμε, ενημερώνομεενημερώνομαιενημερωνόμαστε
ενημερώνειςενημερώνετεενημερώνεσαιενημερώνεστε, ενημερωνόσαστε
ενημερώνειενημερώνουν(ε)ενημερώνεταιενημερώνονται
Imper
fekt
ενημέρωναενημερώναμεενημερωνόμουν(α)ενημερωνόμαστε, ενημερωνόμασταν
ενημέρωνεςενημερώνατεενημερωνόσουν(α)ενημερωνόσαστε, ενημερωνόσασταν
ενημέρωνεενημέρωναν, ενημερώναν(ε)ενημερωνόταν(ε)ενημερώνονταν, ενημερωνόντανε, ενημερωνόντουσαν
Aoristενημέρωσαενημερώσαμεενημερώθηκαενημερωθήκαμε
ενημέρωσεςενημερώσατεενημερώθηκεςενημερωθήκατε
ενημέρωσεενημέρωσαν, ενημερώσαν(ε)ενημερώθηκεενημερώθηκαν, ενημερωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ενημερώσει
έχω ενημερωμένο
έχουμε ενημερώσει
έχουμε ενημερωμένο
έχω ενημερωθεί
είμαι ενημερωμένος, -η
έχουμε ενημερωθεί
είμαστε ενημερωμένοι, -ες
έχεις ενημερώσει
έχεις ενημερωμένο
έχετε ενημερώσει
έχετε ενημερωμένο
έχεις ενημερωθεί
είσαι ενημερωμένος, -η
έχετε ενημερωθεί
είστε ενημερωμένοι, -ες
έχει ενημερώσει
έχει ενημερωμένο
έχουν ενημερώσει
έχουν ενημερωμένο
έχει ενημερωθεί
είναι ενημερωμένος, -η, -ο
έχουν ενημερωθεί
είναι ενημερωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ενημερώσει
είχα ενημερωμένο
είχαμε ενημερώσει
είχαμε ενημερωμένο
είχα ενημερωθεί
ήμουν ενημερωμένος, -η
είχαμε ενημερωθεί
ήμαστε ενημερωμένοι, -ες
είχες ενημερώσει
είχες ενημερωμένο
είχατε ενημερώσει
είχατε ενημερωμένο
είχες ενημερωθεί
ήσουν ενημερωμένος, -η
είχατε ενημερωθεί
ήσαστε ενημερωμένοι, -ες
είχε ενημερώσει
είχε ενημερωμένο
είχαν ενημερώσει
είχαν ενημερωμένο
είχε ενημερωθεί
ήταν ενημερωμένος, -η, -ο
είχαν ενημερωθεί
ήταν ενημερωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ενημερώνωθα ενημερώνουμε, θα ενημερώνομεθα ενημερώνομαιθα ενημερωνόμαστε
θα ενημερώνειςθα ενημερώνετεθα ενημερώνεσαιθα ενημερώνεστε, θα ενημερωνόσαστε
θα ενημερώνειθα ενημερώνουν(ε)θα ενημερώνεταιθα ενημερώνονται
Fut
ur
θα ενημερώσωθα ενημερώσουμε, θα ενημερώσομεθα ενημερωθώθα ενημερωθούμε
θα ενημερώσειςθα ενημερώσετεθα ενημερωθείςθα ενημερωθείτε
θα ενημερώσειθα ενημερώσουνθα ενημερωθείθα ενημερωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ενημερώσει
θα έχω ενημερωμένο
θα έχουμε ενημερώσει
θα έχουμε ενημερωμένο
θα έχω ενημερωθεί
θα είμαι ενημερωμένος, -η
θα έχουμε ενημερωθεί
θα είμαστε ενημερωμένοι, -ες
θα έχεις ενημερώσει
θα έχεις ενημερωμένο
θα έχετε ενημερώσει
θα έχετε ενημερωμένο
θα έχεις ενημερωθεί
θα είσαι ενημερωμένος, -η
θα έχετε ενημερωθεί
θα είστε ενημερωμένοι, -ες
θα έχει ενημερώσει
θα έχει ενημερωμένο
θα έχουν ενημερώσει
θα έχουν ενημερωμένο
θα έχει ενημερωθεί
θα είναι ενημερωμένος, -η, -ο
θα έχουν ενημερωθεί
θα είναι ενημερωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ενημερώνωνα ενημερώνουμε, να ενημερώνομενα ενημερώνομαινα ενημερωνόμαστε
να ενημερώνειςνα ενημερώνετενα ενημερώνεσαινα ενημερώνεστε, να ενημερωνόσαστε
να ενημερώνεινα ενημερώνουν(ε)να ενημερώνεταινα ενημερώνονται
Aoristνα ενημερώσωνα ενημερώσουμε, να ενημερώσομενα ενημερωθώνα ενημερωθούμε
να ενημερώσειςνα ενημερώσετενα ενημερωθείςνα ενημερωθείτε
να ενημερώσεινα ενημερώσουν(ε)να ενημερωθείνα ενημερωθούν(ε)
Perfνα έχω ενημερώσει
να έχω ενημερωμένο
να έχουμε ενημερώσει
να έχουμε ενημερωμένο
να έχω ενημερωθεί
να είμαι ενημερωμένος, -η
να έχουμε ενημερωθεί
να είμαστε ενημερωμένοι, -ες
να έχεις ενημερώσει
να έχεις ενημερωμένο
να έχετε ενημερώσει
να έχετε ενημερωμένο
να έχεις ενημερωθεί
να είσαι ενημερωμένος, -η
να έχετε ενημερωθεί
να είστε ενημερωμένοι, -ες
να έχει ενημερώσει
να έχει ενημερωμένο
να έχουν ενημερώσει
να έχουν ενημερωμένο
να έχει ενημερωθεί
να είναι ενημερωμένος, -η, -ο
να έχουν ενημερωθεί
να είναι ενημερωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presενημέρωνεενημερώνετεενημερώνεστε
Aoristενημέρωσεενημερώστε, ενημερώσετεενημερώσουενημερωθείτε
Part
izip
Presενημερώνοντας
Perfέχοντας ενημερώσει, έχοντας ενημερωμένοενημερωμένος, -η, -οενημερωμένοι, -ες, -α
InfinAoristενημερώσειενημερωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback